- παριεταρία
- (parietaria). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ουρτικιδών. Αριθμεί περισσότερα από 10 είδη, που ζουν σε εύκρατες περιοχές. Πρόκειται για πόες μονοετείς ή πολυετείς, τριχωτές, με φύλλα επαλλάσσοντα, έμμισχα και με παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι πρασινωπά και εμφανίζονται σε μασχαλιαίες δέσμες, ή μονήρη. Έχουν βράκτεια πολύγαμα, δηλαδή αρσενικά, θηλυκά ή και ερμαφρόδιτα, στο ίδιο άτομο. Το περιάνθιό τους έχει 4 λοβούς και σπανίως 3. Ο καρπός είναι ωοειδής, λαμπερός και περιβάλλεται από το περιάνθιο.
Η π. είναι φυτό φαρμακευτικό, πλούσιο σε νιτρικά άλατα, και χρησιμοποιείται ως μαλακτικό, δροσιστικό και διουρητικό. Στην Ελλάδα υπάρχουν 4 είδη: η π. η κρητική, κοινό είδος στα ερείπια, κατά μήκος των δρόμων, σε όλα τα μέρη της χώρας, γνωστό και ως ανεμόχορτο, η π. η λουσιτανική, η π. η διάχυτη, που λέγεται και κολλησόχορτο ή παρθενούδι, και η π. η φαρμακευτική.
* * *ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ουρτικώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parietaire < λατ. (herba) parietaria «φυτό που κολλάει στους τοίχους», θηλ. τού επίθ. parietarius (< paries, -etis «τοίχος» + κατάλ. -arius)].
Dictionary of Greek. 2013.